- θεατρισμός
- ο1. δημόσια γελοιοποίηση, δημόσιος εμπαιγμός, διαπόμπευση.2. θεατρινισμός (βλ. λ.).3. παρακολούθηση θεατρικής παράστασης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
θεατρισμός — theatrical exhibition masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεατρισμός — ο (AM θεατρισμός) [θεατρίζομαι] νεοελλ. 1. η παρακολούθηση θεατρικών παραστάσεων, η συχνή φοίτηση στο θέατρο 2. δημόσια γελοιοποίηση, εμπαιγμός μσν. αρχ. θεατρική επίδειξη … Dictionary of Greek
θεατρισμῶν — θεατρισμός theatrical exhibition masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεατρισμόν — θεατρισμός theatrical exhibition masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)